- διβολία
- διβολίᾱ , διβολίαdouble-pointed lancefem nom/voc/acc dualδιβολίᾱ , διβολίαdouble-pointed lancefem nom/voc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
διβολίᾳ — διβολίαι , διβολία double pointed lance fem nom/voc pl διβολίᾱͅ , διβολία double pointed lance fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διβολία — η (ΑΝ) [δίβολος] αρχ. 1. δίβολος χλαίνα 2. δίστομη λόγχη 3. είδος όπλου που χρησιμοποιούσαν οι Κίμβροι δόρυ όπου προσάρμοζαν αιχμή που απόληγε σε οξύ άκρο νεοελλ. μικρό έντομο … Dictionary of Greek
διβολίας — διβολίᾱς , διβολία double pointed lance fem acc pl διβολίᾱς , διβολία double pointed lance fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διβολίαν — διβολίᾱν , διβολία double pointed lance fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διβόλιον — διβόλιον, το (Α) [δίβολος] αρχ. όπλο τών Κίμβρων, διβολία* … Dictionary of Greek
Εορδαία — I Αρχαία περιοχή της Μακεδονίας, στα Β του Αλιάκμονα, η κυριότερη πόλη της οποίας ήταν η ομώνυμη, που βρισκόταν κοντά στη λίμνη Βεγορίτιδα. Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, η Ε. υποτάχθηκε στους Τημενίδες που εξόντωσαν το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού… … Dictionary of Greek